τσιμπλιάζω

τσιμπλιάζω
τσιμπλιάζω, τσίμπλιασα, τσιμπλιασμένος βλ. πίν. 35

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσιμπλιάζω — Ν έχω ή κάνω τσίμπλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλή, θηλ. τού σιφλός «αυτός που δεν βλέπει καλά»] …   Dictionary of Greek

  • τσιμπλιάζω — τσίμπλιασα, τσιμπλιασμένος, αμτβ., έχω τσίμπλες, κάνω τσίμπλες στα μάτια μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίμπλα — και τζίμπλα, η, Ν 1. η λήμη τών ματιών 2. η καύτρα λυχναριού 3. οφθαλμός στην βάση κάθε κληματίδας αμπελιού 4. θηλ. τού τσίμπλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρήματος τσιμπλιάζω. Η λ. τονίστηκε στην παραλήγουσα, σε αντιδιαστολή προς το αρχ. σιφλή… …   Dictionary of Greek

  • τσίμπλιασμα — το, Ν [τσιμπλιάζω] η έκκριση λήμης, σχηματισμός τσίμπλας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”